καταρροφοῦσι

καταρροφοῦσι
καταρροφέω
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
καταρροφέω
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)
καταρροφέω
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
καταρροφέω
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταρροφώ — καταρροφῶ, έω και άω και δωρ. τ. καταρρυφῶ, έω (Α, Μ καταρουφῶ, άω) καταπίνω, ρουφώ («οἶνον... εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῡσι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”